- τσιουκάνι
- τό1) молот; 2) πλ. резкие боли, рези
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιουκάνι — το, Ν βλ. τσουκάνι … Dictionary of Greek
τσουκάνι — και τσιουκάνι και τσοκάνι και τσόκανο, το, Ν 1. σφυρί 2. γλωσσίδι κουδούνας 3. κουδούνι που κρεμούν στον λαιμό τών βοσκημάτων 4. είδος αλωνιστικού οργάνου, δοκάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυκάνιον, υποκορ. τού τυκάνη* με μαλάκωμα του τ πριν από ι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τσουκανίζω — και τσιουκανίζω Ν [τσουκάνι / τσιουκάνι] 1. χτυπώ με τσουκάνι, με σφυρί 2. κρούω 3. τρίβω 4. (σχετικά με ζώα) ευνουχίζω 5. κουδουνίζω 6. αλωνίζω 7. δέρνω, ξυλοφορτώνω … Dictionary of Greek